- κλαστόθριξ
- κλαστόθριξ, -ότριχος, ὁ (Α)πάπ. (πιθ. ερμ.) κατσαρομάλλης, σγουρομάλλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός «σπαστός» + -θριξ (< θρίξ), πρβλ. λευκό-θριξ, μεγαλό-θριξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλαστός — ή, ό (Α κλαστός, ή, όν) [κλω] σπασμένος σε κομμάτια, τσακισμένος νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει κάποιος νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το κλαστό(ν) άρτος τεμαχισμένος και αγιασμένος που προσφέρεται στους πιστούς κατά τη θεία λειτουργία… … Dictionary of Greek